- εμβρυογραφία
- η(ιατρ.), περιγραφή της εξέλιξης του εμβρύου στην ενδομήτρια ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμβρυογραφία — η 1. περιγραφή ή φυσική ιστορία τού εμβρύου 2. ακτινολογική απεικόνιση τής επιφάνειας τού σώματος τού εμβρύου … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
εμβρυογράφος — ο ειδικός στην εμβρυογραφία … Dictionary of Greek
εμβρυογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυογραφία … Dictionary of Greek